- ένθα
- (AM ἔνθα)επίρρ. τοπ. όπου, στο μέρος όπου («ὁ τόπος μέν... ἔνθα τήν κόρην εἶδον», Διγ. Ακρ.)αρχ.(για τόπο, δεικτ.)1. εκεί, σ' εκείνο τον τόπο [«καὶ νύ κε τὴν ἔνθ' ὦκα βάλεν μεγάλας ποτὶ πέτρας» — κι αυτήν (την Αργώ) θα τή χτυπούσε αμέσως εκεί στους μεγάλους βράχουςΟμ. Οδ.]2. (με ρήμ. κινήσεως) προς τα εκεί, προς εκείνο το μέρος («ἔνθ' ἴομεν κείοντες», Ομ. Ιλ.)3. (για χρόνο δεικτ.) τότε («ἔνθ' αὖ Τυδείδη Διομήδεϊ Παλλάς Ἀθήνη δῶκε μένος καὶ θάρσος», Ομ. Ιλ.)4. (με ρήμ. κινήσεως, αναφορ.) στο μέρος όπου («ὁδοιποροῡμεν ἔνθα χρήζομεν», Σοφ.)5. από όπου, από το μέρος που («στὰς ἔνθα πνεῑ ἄνεμος», Ξεν.)6. (σπαν. για χρόνο) όταν, αμέσως μόλις («ηὔξαντο σωτήρια θύσειν ἔνθα πρῶτον εἰς φιλίαν γῆν ἀφίκοιντο», Σοφ.)7. (σε πλάγ. ερωτ. σπαν.) πού, σε ποιὀ μέρος («Αἴγισθον ἔνθ' ᾤκησεν ἱστορῶ πάλαι», Σοφ.)8. φρ. α) «ἔνθα καὶ ἔνθα» — εδώ κι εκεί, απ' εδώ κι απ' εκείβ) «ἔνθα μέν... ἔνθα δέ» — εδώ μεν... εκεί δεγ) «ἔνθα δή» — τότε λοιπόνδ) «ἔστιν ἔνθα» — κάποτε, ενίοτεε) «ἔνθα τοῡ χρόνου» — όταν, κατά τον χρόνο που.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ένθα εμφανίζει επίθημα -θα που μαρτυρείται στον τ. ιθαγενής, ενώ το εν- είναι δυσερμήνευτο. Ο τ. ένθα συνδέεται πιθ. με αρμεν. and «εκεί», λατ. inde, αρχ. σλαβ. kοdn «από πού;»].
Dictionary of Greek. 2013.